πλευρίτιδα

πλευρίτιδα
πλευρίτιδα, η και πλευρίτης, ο
αρρώστια που οφείλεται σε φλεγμονή του υπεζωκότα (του λεπτού περιβλήματος του πνεύμονα) και που συνοδεύεται από πυρετό: Ξηρή, υγρή, πυώδης πλευρίτιδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… …   Dictionary of Greek

  • πλευρίτιδα — πλευρί̱τιδα , πλευρῖτις pleurisy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οζαινώδης — ες [όζαινα] αυτός που αποπνέει κακοσμία όμοια με τής όζαινας, δύσοσμος («οζαινώδης πλευρίτιδα» πλευρίτιδα που το εξίδρωμά της είναι δύσοσμο) …   Dictionary of Greek

  • περιπλευριτικός — ή, όν, Α 1. αυτός που προσβάλλει την πλευρά («περιπλευριτικὰ νοσήματα» η πλευρίτιδα, Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αντί πλευρος] …   Dictionary of Greek

  • πλευριτικός — ή, ό / πλευριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρίτις] 1. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα 2. ο σχετικός με την πλευρίτιδα ή εκείνος που προκαλείται από αυτήν (α. «πλευριτικό υγρό» β. «πλευριτικός πυρετός», Γαλ.) αρχ. 1. (για φάρμακα) κατάλληλος για τη… …   Dictionary of Greek

  • πλευριτώνω — Ν [πλευρίτης] 1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις») 2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει 3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα β) προσβάλλομαι από… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπλευρίτιδα — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. πόνος στα πλευρά με συμπτώματα που θυμίζουν πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πλευρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδοπλευρῖτις, μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Χρυσαλλίς] …   Dictionary of Greek

  • πλευριτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πλευρίτιδα: Πλευριτικός πυρετός. 2. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα: Αυτός είναι πλευριτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλευριτώνω — πλευρίτωσα, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος, 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει, ώστε να πάθει πλευρίτιδα, να πουντιάσει: Με πλευρίτωσε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., πουντιάζω, κρυολογώ, παθαίνω πλευρίτιδα, και παθ. πλευριτώνομαι: Κάθισα ιδρωμένος στο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”